-
1 επαίων
-
2 ἐπαίων
-
3 επαιω
стяж. ἐπᾴω Eur. (aor. ἐπήϊσα Her.)1) слушать, вниматьθεῶν οὐδὲν ἐπαΐοντες Aesch. — не внемлющие богам;
2) воспринимать, ощущать, слышать(τῆς φωνῆς Plut.)
ἐπαΐων σιδηρίων Her. — чувствительный к железным орудиям, т.е. уязвимый для них;καταγελώμενος οὐκ ἐπαΐεις Arph. — ты не замечаешь, что над тобой смеются3) понимать(βάρβαρον γλῶσσαν Soph.; μηδέν τινος и οὐδὲν περί τινος Plat.)
ὅ ἐπαΐων Plat. — знающий толк, знаток -
4 ἐπαΐω
Aἐπήϊσα Hdt.9.93
, A.R. Il.cc.: (v. ἀΐω, εἰσαΐω):—give ear to,θεῶν οὐδὲν ἐπαΐοντες A.Supp. 759
(lyr.), cf. E. l. c.; hear,τῆς φωνῆς Plu.Brut.16
.2 perceive, feel, τι Pi.Fr.75.15 (v.l. ἐπάγοισιν); θεοὶ ἔναιμοί τε καὶ σαρκώδεες καὶ ἐπαΐοντες σιδηρίων Hdt.3.29
;δηγμάτων Ael.NA1.5
;τῶν ὄντως ἀγαθῶν Hierocl. in CA24p.472M.
: c. part.,καταγελώμενος οὐκ ἐπαΐεις Ar.V. 516
;ὥστε μηδὲ θιγγανόμενος ἐπαΐειν Hp.Prorrh.2.16
; ἂψ ἀνιόντας, αὐτοὺς παριόντας, A.R.1.1023, 2.195: abs., ὡς ἐπήϊσε when he perceived it, Hdt.9.93.3 understand, c. acc., ; esp. of persons under instruction, ἐπαΐονθ' ὁποῖός ἐστι τῶν ῥυθμῶν κατ' ἐνόπλιον κτλ., Ar.Nu. 650;ἐ. τό τε καλὸν καὶ μή Pl.Lg. 701a
;ἐ. τίς πολιτεία συμφέρει Arist.Rh. 1360a31
;ἐ. τι τῆς Πωμαίων γλώσσης Luc.Laps.13
, etc.4 to have knowledge of any subject, to be an expert in such subjects,οὓς ἂν οἴωμαί τι τούτων ἐπαΐειν Pl.Tht. 145d
;τοὺς μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντας Id.Prt. 327c
; ὁ ἐπαΐων περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων, i.e. a moral philosopher, Id.Cri. 48a;ἐπαΐεις οὐδὲν περὶ γυμναστικῆς Id.Grg. 518c
, cf. Ap. 19c, R. 598c, Hp.Ma. 289e: abs., , Phdr. 275e;τὸ εἰδέναι καὶ τὸ ἐ. Arist.Metaph. 981a24
. -
5 σιδηριον
τό1) кусок железа(ξύλα καὴ σιδήρια Plat.)
2) железное орудие(σιδήρια λιθουργά Thuc.)
ἐπαΐων σιδηρίων Her. — чувствительный к железным орудиям, т.е. уязвимый -
6 ἰδιώτης
A private person, individual, opp. the State,ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Th.1.124
, cf. 3.10, SIG37.3 (Teos, v B.C.), Pl.Smp. 185b, X.Vect.4.18, etc.; opp. γένος, SIG1013.6 (Chios, iv B.C.); opp. φατρία, ib.987.28 (ibid., iv B.C.).II one in a private station, opp. to one holding public office, or taking part in public affairs, Hdt.1.59, 123, al., cf. Decr. ap.And.1.84, Th.4.2, etc.; opp. βασιλεύς, Hdt.7.3; opp. ἄρχων, Lys.5.3, Pl.Plt. 259b, SIG305.71 (iv B.C.); opp. δικαστής, Antipho 6.24; opp. πολιτευόμενος, D.10.70; opp. ῥήτωρ, Hyp.Eux.27; private soldier, opp. στρατηγός, X.An.1.3.11, cf.PHib.1.30.21 (iii B.C.); layman, opp. priest, OGI90.52 (Rosetta, ii B.C.), PGnom. 200 (ii A.D.), 1 Ep.Cor.14.16: as Adj.,ἰ. ἄνδρες Hdt.1.32
,70, Th.1.115; ἰ. θεοί homely (with play on ἴδιος), Ar.Ra. 891.3 as Adj., ἰ. βίος private station, Pl.R. 578c; ἰ. λόγος everyday speech, D.H.Dem.2, cf. Longin.31.2.III one who has no professional knowledge, layman, καὶ ἰατρὸς καὶ ἰ. Th.2.48, cf. Hp.VM 4, Pl.Tht. 178c, Lg. 933d;ἰ. ἤ τινα τέχνην ἔχων Id.Sph. 221c
; of prose-writers, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰ. Id.Phdr. 258d, cf. Smp. 178b;ἰ. καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐων Id.Prt. 327c
; opp. to a professed orator, Isoc.4.11; to a trained soldier, X.Eq.Mag.8.1; ἰδιώτας, ὡς εἰπεῖν, χειροτέχναις (- νας codd.)ἀνταγωνισαμένους Th.6.72
; opp. ἀσκητής, X.Mem.3.7.7, cf. 12.1; opp. ἀθλητής, Arist.EN 1116b13; opp. a professed philosopher, Id.Pol. 1266a31, Phld.Lib. p.5<*> O., D.1.25; in Music, Id.Mus.p.42 K.; opp. δημιουργός, Pl.Prt. 312a, Thg. 124c: as Adj., ὁ ἰ. ὄχλος, opp. artificers, Plu.Per.12.2 c. gen. rei, unpractised, unskilled in a thing, , cf. Ti. 20a;ἔργου X.Oec.3.9
; ἰ. κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, Id.Cyr. 1.5.11;ἰ. τὰ ἄλλα Hdn.4.12.1
;ἰ. ὡς πρὸς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι X.Cyr.
l.c., cf. Luc.Herm.81.3 generally, raw hand, ignoramus,ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται.. D.4.35
; παιδάρια καὶ ἰ., of slaves, S.E. M.1.234 (cf.ἰ. οἰκέται Luc.Alex.30
); ἀμαθὴς καὶ ἰ., opp. τεχνίτης, Id.Ind.29; voc. ἰδιῶτα, as a term of abuse, Men.Sam.71.4 ' average man', opp. a person of distinction, Plu.2.1104a.IV ἰδιῶται, οἱ, one's own countrymen, opp. ξένοι, Ar.Ra. 459.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιώτης
См. также в других словарях:
ἐπαίων — ἐπαΐων , ἐπαίω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… … Dictionary of Greek
επαΐω — (Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω) νεοελλ. αρχ. η μτχ. επαΐων, επαΐοντες οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες αρχ. 1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.) 2. αντιλαμβάνομαι,… … Dictionary of Greek